- ογκίαι
- ὀγκίαι (Α)(κατά τον Ησύχ.) «θημῶνες, χώματα, σιδηροθήκη».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + κατάλ. -ία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek